Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

ΘΑΝΑΤΟΣ: ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ, ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ


Κάπως έτσι αρχίσαν όλα΄
οι φωνές που σωπάσαν,
τα γέλια που έσβησαν,
οι φίλοι που χάθηκαν.



Για όλα τα όντα που αξιώθηκαν να γνωρίσουν τη ζωή, ο θάνατος είναι ένα γεγονός αναγκαίο, θάνατος είναι η σκιά της ζωής, αρχίζουμε να πεθαίνουμε από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Δεν υπάρχει τέλος ούτε και αρχή στη ζωή. Υπάρχουν μόνο στιγμές και αυτές χρειάζεται να ζούμε, έτσι κι αλλιώς τίποτα δεν ορίζουμε. Είναι κοινά παραδεκτό ότι υπάρχουν κύκλοι στην ανάπτυξη του ανθρώπου, που οδηγούν από τη γέννηση στο θάνατο, περνώντας από την παιδική ηλικία, τη νεότητα, την ωριμότητα και τα γηρατειά. Όμως είναι ένας ανοιχτός κύκλος που αφήνει κρυφούς δύο αγνώστους: αυτόν της γέννησης και αυτόν του θανάτου, δηλαδή από πού ερχόμαστε και προς τα πού πηγαίνουμε. ΄΄Από το νεογέννητο μέχρι το πεντάχρονο η απόσταση είναι τρομακτική’’, έγραψε ο Τολστόι. Σ’αυτό το κρίσιμο διάστημα της παιδικής ηλικίας το ανθρώπινο όν έρχεται σε επαφή με μια ανώτερη σφαίρα κατανόησης που το απελευθερώνει από τα δεσμά της φυσικής αρχέγονης ύπαρξης. Είναι η επίγνωση του θανάτου, η πρώτη γνωριμία με την τεράστια μοναξιά στο αποκαλυπτόμενο σύμπαν.
Με το θάνατο δε χάνουμε τίποτα, ούτε και χρόνο. Αν δεν υπήρχε γέννηση, τότε δε θα υπήρχε ούτε εκείνος (ο θάνατος δηλαδή). Αλλά και το αντίστροφο δεν είναι λάθος: αν δεν υπήρχε θάνατος δε θα ήταν δυνατή η γέννηση. Και τα δύο είναι οι αναγκαίες, κοινές και σχετικές συνέπειες στην ανέκαθεν σταθεροποιημένη ποιότητα των πραγμάτων, τα οποία σαν ατελή μέσα στο χρόνο δε μπορούν να είναι μόνο άμεσα και στην ίδια στιγμή με όλα τα άλλα. Αν δεν υπάρχει μια πρώτη γέννηση και τελικός θάνατος, τότε γιατί εμείς δε θυμόμαστε ή δεν ανακαλύπτουμε τίποτα από τις προηγούμενες ζωές μας, θα απορούσαμε. Η απάντηση είναι ότι η προηγούμενή μας ζωή δε συνεχίζεται από την επόμενη με κανέναν τρόπο, παρά μόνο επαναλαμβάνεται σε σχέση με τα πράγματα που υπάρχουν σε μικρότερες στιγμές από τη συμπατική στιγμή. Με το θάνατο παύουμε να υπάρχουμε και στην επόμενη γέννηση αρχίζουμε να είμαστε επακριβώς οι ίδιοι που ήμασταν σε κάθε προηγούμενη με τους ίδιους τρόπους και ανάμεσα στα ίδια πράγματα.
Ενώ όμως ο θάνατος είναι για όλα ανεξάρτητα τα ζωντανά όντα ένα αναπόδραστο γεγονός, ο άνθρωπος δε θέλει, δε μπορεί να τον παραδεχτεί (και αυτό γιατί το Σήμερα παραμένει δεμένο με το Χτές, και το σύνολο του παρελθόντος είναι πάντα εν ζωή και εν λειτουργία μέσα στο παρόν), και επιχειρεί να συμφιλιωθεί μαζί του με τις ερμηνείες που του δίνει. Απόδειξη ότι σε όλες τις θρησκείες που γνώρισε ως τώρα ο κόσμος, ο θάνατος, αποτελεί ένα από τα κύρια, αν όχι το κύριο, θέμα (αν λάβουμε υπ’όψιν ότι θρησκεία χωρίς θεούς υπήρξε, παράδειγμα ο πρωτογενής βουδισμός, όχι όμως και θρησκεία που δεν ΄΄σημασιολόγησε’’ το θάνατο. ‘‘Ο θάνατος δεν είναι μια πράξη που την αντιμετωπίζει κανείς στο τέλος της βιολογικής του ζωής, αλλά ένα υπαρξιακό γεγονός μεγάλων διαστάσεων, που το βλέπει κανείς μέσα του, αλλά και σε ολόκληρη την κτίση. Ο θάνατος, όπως το έχουν σημειώσει ,εκτός από τους θεολόγους, και οι ψυχαναλυτές, ψυχοθεραπευτές και ψυχολόγοι, αλλά και η σύγχρονη επιστήμη της θανατολογίας, συνδέεται με την βαθειά κρίση την οποία περνά ο άνθρωπος. Γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος στη ζωή του περνά από διαδοχικές κρίσεις θανάτου.’’ υποστηρίζει ο Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου.
Γιατί όταν χάνουμε κάποιον αγαπημένο μας συγγενή ή φίλο πονάμε τόσο πολύ? Γιατί αφού είμαστε προετοιμασμένοι για την εξέλιξη του δικού μας ανθρώπου μόλις φύγει από τη ζωή μας φαίνεται ψέμμα, περνάνε οι μέρες, οι μήνες και ο πόνος παραμένει ο ίδιος? Πότε μαλακώνει αυτός ο πόνος? ~> Ο πόνος μαλακώνει όταν σταματήσεις να τον πολεμάς, όταν δεχτείς ότι είναι μια διαδικασία κάθαρσης και συνειδητοποίησης της ζωής. Ο θάνατος δεν είναι κατάσταση μόνιμη ούτε το τέλος. Είναι αλλαγή συνειδητότητας, είναι αλλαγή επιπέδων. Αυτό που μας φοβίζει δεν είναι ο θάνατος αυτός καθ’αυτός αλλά ό,τι δε ζήσαμε, ό,τι δεν προλάβαμε, ό,τι δε τολμήσαμε,ό,τι δε χαρήκαμε και ούτω καθ’εξής. Στην τελική, είναι ο δικός μας θάνατος που υποβόσκει στο υποσυνείδητο, που προκαλεί την υποσυνείδητη ανασφάλεια, όσο και αν θέλουμε να λέμε ‘‘δεν είναι το δικό μου θάνατο που φοβάμαι, αλλά το θάνατο αγαπημένων προσώπων’’. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να μην τον αποφεύγουμε, αλλά να διαβάσουμε, να μάθουμε, να ψάξουμε, και στη συνέχεια να ζήσουμε, να τολμήσουμε, να γίνουμε ο εαυτός μας και,φυσικά, να τιμήσουμε τη ζωή μας. . .







ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΑΦΗΣ,ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
Υποστηρίζεται ότι ένα θηλυκό πλάσμα επισκέπτεται σε μια οικογένεια τα άτομα πριν το θάνατο ενός μέλους. Κατά καιρούς από διαφορετικούς μελετητές στο πλάσμα αυτό έχουν δοθεί ποικίλες ονομασίες, μεταξύ άλλων, άγγελος θανάτου-κυρία του θανάτου-λευκή κυρία της θλίψης-νύνφη του αέρα…(Αυτό υποστηριζόταν κυρίως τον πρόωρο όγδοο αιώνα.)
Στο θέμα μας λοιπόν, όταν πέθαινε κάποιος όλο το χωριό συμμετείχε στο πένθος. Οι άντρες φορώντας μια μαύρη κορδέλα στο μανίκι και οι γυναίκες μαύρα ρούχα, πήγαιναν στο πονεμένο σπίτι. Στη μέση ενός δωματίου ήταν το φέρετρο με το νεκρό και γύρω του οι στενοί συγγενείς. Ο νεκρός ήταν σκεπασμένος με λουλούδια. Πολλές φορές μέσα στο φέρετρο έβαζαν και αγαπημένα πράγματα, του νεκρού, όπως το ρολόι ή το κομπολόι του. Οι συζητήσεις στο πένθιμο σπίτι γίνονταν σε χαμηλό τόνο, δυνατά ακούγονταν μόνο τα μοιρολόγια.




ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ:

Η τελετή της κηδείας αποτελεί τρόπο έκφρασης της αγάπης των ζωντανών προς τον εκλιπόντα. Οι χριστιανοί πιστεύοντας ότι το σώμα είναι προορισμένο να αναστηθεί θάβουν τον νεκρό με «όλες» τις τιμές. Για αυτό το λόγο πριν από την ταφή τον λούουν, τον στολίζουν, τον ντύνουν με λευκή στολή και τον τοποθετούν ακάλυπτο σε φέρετρο. Σύμφωνα με το νόμο ο νεκρός θα πρέπει να παραμείνει άταφος σε σπίτι συγγενικού προσώπου ή σε περιπτώσεις που έχει προηγηθεί σοβαρή ασθένεια σε ειδικό θάλαμο τουλάχιστον 24 ώρες από τη διάγνωση του θανάτου. Ο θρήνος διαρκεί μια ημέρα
Πριν από την εκφορά αναγιγνώσκεται στην οικία του νεκρού ευχή «προς εκκόμισιν» από το ευχολόγιο του Σεραπίωνος. Κατά την εκφορά του και μέχρι την είσοδό του στον ναό ψάλλεται καθ΄ οδόν, ως εξόδιος, τρισάγιος ύμνος ίσως προς ομολογία της πίστεως του θανόντος ή προς ένδειξη ότι αυτός βρίσκεται ήδη κοντά στους αγγέλους. Παράλληλα ψάλλεται ο τρισάγιος ύμνος εις την ζωοποιό Τριάδα. Το λείψανο μεταφέρεται από συγγενείς ή φίλους στα χέρια σε μια προσπάθεια έκφρασης της εκτίμησης προς τον νεκρό ή σε νεκροπομπή.
Στο ναό ο νεκρός τοποθετείται με το πρόσωπο προς τα ανατολικά μια και από εκεί έρχεται ο Σωτήρ και εκεί είναι ο Παράδεισος της Εδέμ. Στη συνέχεια ψάλλεται πληρέστερα νεκρώσιμος ακολουθία και δίδεται ο τελευταίος ασπασμός.
Μετά την απόλυση ο νεκρός οδηγείται στον τάφο. Πριν από τον ενταφιασμό ψάλλεται και πάλι σύντομη νεκρώσιμη ακολουθία του τρισάγιου και ενταφιάζεται ο νεκρός με το πρόσωπο προς τα ανατολικά με την προσδοκία ότι από εκεί θα φανεί ο Χριστός για να κρίνει τους νεκρούς και τους ζωντανούς. Το σώμα περιχύνεται με έλαιο και με χώμα σταυροειδώς από τον ιερέα. Στη συνέχεια τον σκεπάζουν με το χώμα, όλοι εύχονται το χώμα που θα τον σκεπάσει να είναι ελαφρύ, και τελετή λαμβάνει τέλος.


ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΝΕΚΡΟΥ ΚΑΙ ΦΕΡΕΤΡΟΥ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥΣ:
Ο άνθρωπος πεθαίνει, κατά γενική ομολογία με τον εξής τρόπο: ανασαίνει βαριά τρείς φορές, την τρίτη φορά δακρύζει, χαμογελάει, γέρνει δεξιά και μετά πεθαίνει. Αφού του κλείσει κάποιο συγγενικό του πρόσωπο τα μάτια και το στόμα, πολλές φορές χρησιμοποιώντας κόλλα, (γιατί εάν παγώσει ο νεκρός δεν κλείνουν εύκολα), σκίζουν τα ρούχα που φορούσε με ένα ξυράφι. Αυτά τα ρούχα δεν τα έπλεναν, ούτε τα πετούσαν αλλά τα έθαβαν κάπου στο δάσος. Στη συνέχεια ακολουθεί η προετοιμασία του νεκρού για τη επερχόμενη κηδεία του: Αρχικά τον πλένουν τρία ή πέντε άτομα, κατά βάση άντρες, με κρασί ή ξύδι, ο ένας το κρατάει και οι άλλοι δύο τον πλένουν, του βάζουν το σάβανο, ένα λευκό πανί καινούριο ενός μέτρου σα ράσο το οποίο το σκίζουν με το ξυραφάκι και το φοράνε στο κεφάλι του. Τον ντύνουν με καινούρια, κατά το έθιμο, ρούχα και εν συνεχεία ετοιμάζουν το φέρετρό του. Αφού τον ντύσουν, βάζουν σε ένα πιάτο λίγο νερό και ξύδι, του παίρνουν το δεξί χέρι και του βουτάνε τα τρία δάχτυλά του και του κάνουν το σταυρό(με το ίδιο του το χέρι). Την ώρα που βγάζουν το νεκρό από το σπίτι, το άτομο που τον κρατά από τα δεξιά σπάει το πιάτο αυτό, για το καλό του σπιτιού αλλά και για την ευεξία των υπολοίπων. Εάν δεν το σπάσουν και μείνει στο σπίτι, υποστηρίζεται ότι προξενεί κακό. Έπειτα του σταυρώνουν τα χέρια και του τα δένουν με ένα άσπρο μαντήλι. Τα άτομα που τον έπλυναν, στο τέλος, βρέχουν τα χέρια τους με νερό, τον ρεντάνε τρείς φορές και τον συγχωράνε λιβανίζοντάς τον. Μετά παίρνουν ένα βαμβάκι, στύβουν πάνω του αρκετό λεμόνι, του περνούν το πρόσωπο για να μην κιτρινίσει και με τη δύση του ηλίου τον σκεπάζουν με ένα λευκό μαντήλι. Έτσι ο αποθανών είναι έτοιμος για να τοποθετηθεί στο φέρετρό του. Από κάτω από το φέρετρο βάζουν πρασινάδα, γιατί (σύμφωνα με τις τοπικές μαρτυρίες) παρέχει στο νεκρό «ευχάριστο» και «άνετο» περιβάλλον, και βάζουν γύρω του δαντέλα ή σεντόνι. Απαραίτητος είναι ο λιβανισμός του νεκρού, για την εύκολη απελευθέρωση της ψυχής του. Μετά έρχεται ο ιερέας και αφού διαβάσει μια προσευχή, λιβανίζει και ο ίδιος το νεκρό. Τέλος, το παιδί του νεκρού του ανάβει τη λαμπάδα του, και η οικογένεια του αλλά και οι λοιποί συγγενείς τον ξενυχτάνε με μοιρολόια και θρήνους.


ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΥΩ:
Για σαράντα μέρες πρέπει το σπίτι του αποθανόντος να παραμείνει ανοιχτό και να λιβανίζεται τακτικά, για να ηρεμεί η ψυχή του. Επίσης το καντήλι πρέπει να είναι αναμμένο συνεχώς τόσο στο σπίτι όσο και στο κοιμητήριο. Πιστεύεται ότι για σαράντα μέρες η ψυχή κυκλοφορεί μέσα στο σπίτι και παρουσιάζεται σε ορισμένα πρόσωπα που πονάει και είναι σα να θέλει να πει κάτι, αλλά δεν έχει το δικαίωμα. Αυτοί που τον πονούν, αγωνιούν και προσεύχονται συνέχεια. Λέγεται ότι πριν ξεψυχήσει ο άνθρωπος ο Άγγελος ή ο Θεός λέει: «συ πάρε το χώμα σου και εγώ το φύσημά μου ». Όσο να σαραντίσει, παίρνουν τον αποθανόντα οι Άγγελοι και τον γυρίζουν όπου είχε πάει και κάνει ό,τι όσο ζούσε. Μια εβδομάδα πριν τα σαράντα, η οικογένεια του εκλιπόντος νηστεύει και κοινωνάει για την ηρεμία της ψυχής του. Στα σαράντα, οπότε και γίνεται το μνημόσυνο, προσφέροντας κόλλυβα, καφέ και φαγητό, τον έχουν φέρει οι Άγγελοι παρών στη τελετή και την επόμενη τον παραδίδουν εκεί που πρέπει…
Εδώ θεωρητικά τελειώνουν όλα.. Πολλοί βέβαια πιστεύουν ότι η ψυχή του αποθανόντος εξακολουθεί να περιφέρεται και να επισκέπτεται τους δικούς της ανθρώπους που αγαπούσε, μέχρι και τη λήξη της δικής τους ζωής. Στην πραγματικότητα όμως κανείς δε ξέρει τι ισχύει. .

Άλλες προλήψεις τις οποίες τηρούν όσοι έχουν χάσει κάποιο οικογενειακό τους πρόσωπο είναι μεταξύ άλλων και οι εξής:
1) Αν ο νεκρός έχει τα μάτια ή το στόμα ανοιχτό, πιστεύεται ότι σύντομα θα πάρει μαζί και άλλον.
2) Δεν καθαρίζουν το σπίτι κατά την ημέρα του θανάτου οικείου προσώπου, για να μην «καθαρίσει» και άλλον ο χάρος.
3) Γυναίκα που παρακολούθησε κηδεία δεν επιτρέπεται να πλησιάσει βρέφος γιατί αυτό θα ασθενήσει.
4) Αυτοί που παρακολουθούν κηδείες δεν πηγαίνουν κατόπιν στα σπίτια τους, αλλά αλλού για να μεταδώσουν εκεί το κακό.
5) Αν κατά την ημέρα της κηδείας βραχεί ο νεκρός πιστεύεται ότι θα βρέχει για σαράντα μέρες, όσο πιστεύεται ότι η ψυχή του νεκρού θα περιπλανιέται στη γη.
6) Αν βρέχει κατά την ημέρα της κηδείας, αυτό φανερώνει ότι ο αποθανών ήταν καλός άνθρωπος.
7) Το κράξιμο κόρακα κατά την ώρα της ταφής προμηνύει θάνατο.
8) Αν κάποιος πεθάνει τη μέρα των Χριστουγέννων πηγαίνει στον Παράδεισο, μια και οι πύλες του είναι ανοιχτές αυτή τη μέρα.
9) Οι αποθνήσκοντες Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή θεωρούνται δίκαιοι και ενάρετοι και θα πάνε στον Παράδεισο. Οι αποθνήσκοντες Τρίτη αμαρτωλοί.
10) Η χήρα φοράει πάντα τσεμπέρι, γιατί συμβολίζει τον άντρα της, και δε βγάζει ποτέ τα μαύρα.
11) Όταν ο αποθανών είναι παπάς, τον θάβουν με τα πάσα και τον βάζουν να κάθεται στο φέρετρο, γιατί έτσι η παπαδιά θα μπορεί, εφόσον και η ίδια είναι μικρή σε ηλικία και το επιθυμεί, να ξαναπαντρευτεί. Εάν όμως η παπαδιά είναι μεγάλη και δε θέλει να ξαναπαντρευτεί, τον βάζουν κανονικά (ξαπλωτά δηλαδή) στο φέρετρο.




ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ:

Ο χαμός ενός αγαπημένου προσώπου είναι, κατά κοινή ομολογία, ένα θλιβερό γεγονός που προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα στα πενθούντα πρόσωπα, με επικρατέστερα το πόνο και την άρνηση. Όπως θα έχουμε όλοι παρατηρήσει από προσωπικά μας βιώματα, οι περισσότεροι δε μπορούν να δεχτούν το θάνατο και την έλλειψη ύπαρξης ενός αγαπημένου τους προσώπου, με αποτέλεσμα τα έντονα συναισθήματα που νιώθουν βιώνοντάς τον να μην τους επιτρέπουν να ξεχωρίσουν την αλήθεια από το ψέμα, τη πραγματικότητα από τη φαντασία. Και γι’ αυτό πάντα θα χρειάζεται μια αυγή για να ξεχωρίσει το όνειρο από τη πραγματικότητα και μια γεύση ανυπαρξίας για να καθορίσει τη ματαιότητα της ύπαρξης.
Ως μέρος αντίδρασής τους στην απώλεια, μερικά άτομα που πενθούν, εμφανίζουν συμπτώματα χαρακτηριστικά ενός Μείζονος Καταθλιπτικού Επεισοδίου (π.χ. αισθήματα θλίψης και συνδεόμενα συμπτώματα, όπως αϋπνία, ανορεξία και απώλεια βάρους). Το άτομο που πενθεί, κατά κανόνα θεωρεί την καταθλιπτική διάθεση «φυσιολογική», αν και μπορεί να ζητά βοήθεια για την ανακούφιση από τα συμπτώματα που τη συνοδεύουν, όπως η αϋπνία και η ανορεξία. Η διάρκεια και η έκφραση του «φυσιολογικού» πένθους ποικίλλουν σημαντικά ανάμεσα σε διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες. Γενικά, δε τίθεται η διάγνωση της Μείζονος Καταθλιπτικής Διαταραχής, εκτός αν τα συμπτώματα είναι παρόντα δυο μήνες μετά την απώλεια. Ωστόσο, η παρουσία ορισμένων συμπτωμάτων που δεν είναι χαρακτηριστικά μιας «φυσιολογικής» αντίδρασης πένθους από ένα Μείζον Καταθλιπτικό Επεισόδιο . Στα συμπτώματα αυτά περιλαμβάνονται: 1) ενοχή πέρα από ενέργειες που έγιναν ή δεν έγιναν από τον επιζώντα τη χρονική στιγμή του θανάτου, 2) σκέψεις θανάτου πέρα από το ότι ο επιζών αισθάνεται ότι θα ήταν καλύτερο να πεθάνει ή θα έπρεπε να έχει πεθάνει μαζί με τον αποθανόντα, 3) νοσηρή ενασχόληση με αισθήματα αναξιότητας, 4) έκδηλη ψυχοκινητική επιβράδυνση, 5) παρατεταμένη και έκδηλη λειτουργική έκπτωση, και 6) ψευδαισθητικές εμπειρίες πέρα από το ότι σκέφτεται πως ακούει τη φωνή ή στιγμιαία βλέπει την εικόνα του αποθανόντος.
Σύμφωνα μάλιστα με ιατρικές και ψυχολογικές μελέτες, υπάρχει μια σειρά από έντονα συναισθήματα που εντάσσονται στα στάδια του πένθους. Το αρχικό λοιπόν συναίσθημα πένθους, που βιώνει κάποιος μετά το χαμό ενός δικού του ατόμου, δεν είναι η δυσπιστία, όπως θεωρείτο από πολλούς μέχρι σήμερα, αλλά η άρνηση του θανάτου. Η πολύ έντονη επιθυμία του προσώπου που ΄΄έφυγε΄΄ δυσκολεύει τους συγγενείς του να δεχτούν το χαμό του, με επακόλουθο οι ίδιοι να ζουν σε μια πλάνη.
Έτσι μετά από κάποιο χρονικό διάστημα επέρχεται η δυσπιστία. Η δυσπιστία αυτή είναι αποτέλεσμα της βαθειάς αγάπης του πενθούντος ατόμου προς τον αποθανόντα, το οποίο δυσκολεύεται να προσαρμοστεί και να πιστέψει στο θάνατο του δικού του ανθρώπου.
Το αμέσως επόμενο συναίσθημα είναι η κατάθλιψη. Το άτομο λοιπόν που πενθεί, μη μπορώντας να δεχτεί την κατάσταση στην οποία αναπάντεχα περιήλθε βρίσκεται σε μια διαρκή σύγχυση. Ψάχνοντας, μάταια βεβαία, μια μέση λύση στο δύσκολο αυτό πρόβλημά του και μια απάντηση στις ,α μη τι άλλο, αναμενόμενες ερωτήσεις του, με επικρατέστερη φυσικά το «ΓΙΑΤΙ», καταφεύγει στη κατάθλιψη και την απομόνωση από τους άλλους.
Εφόσον λοιπόν το άτομο ξεπεράσει αυτό το στάδιο της κατάθλιψης, περνά στο επόμενο και τελευταίο συναίσθημα που είναι η αποδοχή. Εδώ το πενθών άτομο κατανοεί κάπως την κατάσταση και αποδέχεται πλέον, όσο το ίδιο μπορεί, το χαμό του δικού του ανθρώπου, βρίσκοντας μια ΄΄προσωρινή΄ απάντηση στα αμέτρητα ερωτήματά του που το βασάνιζαν η οποία μπορεί να μη το καλύπτει εξ’ ολοκλήρου, το παρηγορεί οστώσο εν μέρει. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί το πόνο και το θυμό που νιώθει στη ψυχή του για το χαμό αυτό, απλά ίσως τον απαλύνει λίγο. Από εδώ και στο εξής βέβαια το άτομο αυτό έτσι θα πρέπει να μάθει να μάθει να ζεί, «κουβαλώντας» αυτά τα συναισθήματα και αυτά τα ερωτήματα που διαρκώς θα το απασχολούν.
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ κανείς δε βρήκε, και ούτε πρόκειται ποτέ να βρεί, τις αληθινές απαντήσεις οι οποίες θα εξαλείψουν τελείως όχι μόνο το πόνο αλλά και όλα τα προαναφερθέντα συναισθήματα πένθους που προκαλεί ο θάνατος. Γιατί?? Γιατί απλά δεν υπάρχουν,, έτσι είναι!! Δυστυχώς ή ευτυχώς, δε το ξέρουμε,, και το μόνο σίγουρο είναι ότι δε θα το μάθουμε ποτέ…

Το ταξίδι σου τέλειωσε
κι εσύ ακόμη δε βρήκες
κάποιο αστέρι να φωτίσει για σένα,
κάποιο χάδι να φωλιάσει
στο γυμνό σου κορμί...

Αφιερωμένο στον πολυαγαπημένο μου παππού που πρόσφατα έχασα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: